Έτσι είναι (This is how things are) | Απόψε (Tonight) | Αντίδωρο (In return)
Έτσι είναι
Στην ιδρωμένη από τα χνότα κάμαρη κάποιου ξενοδοχείου, μ’ έχει στριμώξει στα σκεπάσματα ένας γέρος. Κάτω από το γέρικο ρυτιδιασμένο δέρμα του πασχίζω με αγωνία ν’ αναπνεύσω, την ώρα που αυτός —ασθμαίνοντας και σοβαρός— σπρώχνει το σώμα μου βαθιά μέσα στο στρώμα. Χώνει τα χέρια του, διαδοχικά, μες στα πλευρά μου, βουτάει ολόκληρος στα σπλάχνα μου κι η γλώσσα του —υγρή και παγωμένη— αναζητά στο στόμα μου ζωή. Άγριες κι αγκαθωτές οι τρίχες του τρυπούν τα μάγουλά μου. Όποτε κάνω να φωνάξω, εμφανίζεται λιγνή, σκελετωμένη, η μάνα μου: με το δεξί κρύο χέρι της, αυτό που κάνει τον σταυρό, σκεπάζει στοργικά τα μάτια μου και λέει ψιθυριστά πως «έτσι είναι». Μαζεύουν οι ρυτίδες της τα δάκρυα κι εγώ μπορώ να σκέφτομαι —μ’ οργή, θυμό, με κούραση κι εξάντληση και μιάν απαρηγόρητη, θλιμμένη νοσταλγία— εσένα.
This is how things are
In the sweaty room of some hotel an old man is shoving me into the bedspread. I struggle to breathe underneath his old wrinkled skin while he—wheezing and serious—pushes my body deep into the mattress. He crams his hands into my ribs, one after another, and his tongue—wet and icy—probes for life inside my mouth. His bristles, rugged and thorny, drill holes into my cheeks. Whenever I try to cry out my mother, thin and skeletal, appears. With her cold right hand, the one she crosses herself with, she covers my eyes tenderly and whispers: “This is how things are.” Her wrinkles gather her tears and I can think—with rage, exhaustion, and an inconsolable, dreary nostalgia—of you.
Απόψε
Μεγάλο και γυαλιστερό σαν το μαχαίρι της κουζίνας, το τρένο των οκτώ έκοβε από κάτω μας τη γη στα δύο. Σου κράτησα το χέρι ανόρεχτα —όσο να βλέπουν τα παιδιά— και ανεβήκαμε στη γέφυρα, μήπως προφτάσουμε τη σκόνη από τον τελευταίο ανασασμό του, πριν χαθεί. Φοβάμαι πως απόψε —έπειτα από μέρες και χρόνια πολλά— θα κάνουμε έρωτα. Σαν μωρό θα σε γδύσω, κι εκεί στον καναπέ που θα ’σαι ξαπλωμένη, με την τηλεόραση να φέγγει μπλε στα στήθη σου και τις φωτογραφίες των παιδιών επάνω στον μπουφέ, θα μπω με βία μέσα σου, σαν να ξεσπάω. Θα τρίβεται το ύφασμα στις πλάτες μας και θα ματώσουμε για λίγο κι ίσως τελειώνοντας να κλάψεις: για τα παιδιά που έφυγαν, το δέρμα σου που χάλασε, για τ’ άσπρα σου μαλλιά κι εμένα που, φοβάμαι, θα σου πω στα ψέματα ότι ακόμη σ’ αγαπάω.
Tonight
Large and shiny like a kitchen knife, the eight o’clock train sliced the earth beneath us. I held your hand indifferently—just for the kids’ sake—and we climbed up the bridge, trying to catch up with the dust from the vanishing train’s last breath. I’m afraid that tonight—after days and many years—we will make love. I will undress you like a baby, and right there on the couch, with the tv’s blue light reflecting on your breasts and the children’s photos on the buffet, I will enter you violently, as if I am bursting. The cloth will rub on our backs and we will bleed a little and maybe upon finishing you will cry: for the children who have left, for your skin that has spoiled, for your white hair, and for me who, I’m afraid, will lie and tell you I still love you.
Αντίδωρο
Κόκκινος στις κορυφές των βράχων, ο ήλιος κόντευε να δύσει πίσω απ’ τις κατσίκες. Σφιχτά δεμένο το κορμί τους, αγκάλιαζε τις σιδερόβεργες και έσταζε στο χώμα ένα αίμα αραιό, σαν νερωμένο. Καυτή τρύπωνε η μυρωδιά τους στα ρουθούνια μου και μού ’σφιγγε τα σπλάχνα. Έξυνα κι έγλειφα με οργή τις νοτισμένες πέτρες· κάθε τόσο, κόχλαζε πίσω απ’ τα δόντια μου μια πνιχτή κραυγή, γρύλισμα τρομερό και θυμωμένο. «Σώπα!» φώναζε τότε απότομα ο άνθρωπος. Ήρεμα, τρυφερά, σχεδόν γελώντας μ’ έφερνε κοντά, εξαγοράζοντας τη σιωπή μου μ’ ένα χάδι.
In return
Red hue on top of the boulders, the sun was close to setting behind the goats. Their bodies, tightly bound, cradled the iron bars, dripping watery blood upon the soil as if it were diluted. Their torrid scent would sneak into my nostrils and clench my innards. I scratched and licked the moistened stones; every now and then a muffled scream would seethe from beneath my teeth, a growl so terrible and enraged. “Quiet!” the man yelled all of a sudden. Then calmly, tenderly, almost laughing, he would bring me close to him, buying off my silence with a caress.
Translator’s Note
The three flash pieces I translated for TIMBER are all part of a published story collection of mostly flash and some longer prose. It’s always challenging to give the reader the feel of a longer collection through a small sample. I chose these three pieces because they all deal with a broader theme in the book, namely, female rage, but they approach it from three different points of view (a woman, a man, and a dog). I hope they capture the magic that Foskolou creates, using lyrical language along with strong and at times surrealist imagery, to portray a single incident that expresses complex and often repressed emotions.
Foskolou often uses tenses to create a mood rather than to simply show the passage of time. She uses the past imperfect (παρατατικός), extensively in some pieces (“In Return”), to give a sense of incompleteness, and to imply that these are not isolated incidents but a constant aspect of women’s experience. Since English doesn’t have imperfect tenses, I have relied on the use of shifting tense and specific word choice to create a similar effect. Greek can also at times appear verbose to an English-speaking audience. In a couple of instances, I chose to cut certain words out of the translation (without affecting meaning or tone) to create a style closer to what the reader might expect from a flash piece.
–pavlos stavropoulos
Ursula Foskolou
Ursula Foskolou was born in Athens in 1986 and works as a graphic designer. She is a permanent collaborator of the literary magazine Frear and curates their website. Her translations and short stories have been published in vasious Greek literary journals. Her first book, Το Κήτος (To Kētos), was published in Athens Greece in December 2016 by Kichlē Publishing House. It received the 2017 New Writer’s Award from Clepsydra Magazine and the 2018 State Award for New Writers.
tr. pavlos stavropoulos
Born and raised in Athens, Greece, pavlos stavropoulos resides in Colorado, USA, works in social and environmental justice education, writes queer speculative fiction, and translates Greek literature into English. A 2018 Princeton Hellenic Translation Workshop participant, pavlos has translations published at Asymptote, Exchanges, New Poetry in Translation, and Denver Quarterly.
Issue 10.1